Ψεύτης καθρέφτης
κι’ο δρόμος κλειστός.
Φιγούρα που σβήνει
ο κόσμος αυτός.
Αδέσποτες ώρες
γεννάν ενοχές.
Κάποιοι κρυμμένοι
μένουν σκιές.
Αέρας σφυρίζει
τα φύλλα νεκρά.
Σημάδια που μένουν
αυτά της σκιάς.
Ψεύτης καθρέφτης
κι’ο δρόμος κλειστός.
Φιγούρα που σβήνει
ο κόσμος αυτός.
Αδέσποτες ώρες
γεννάν ενοχές.
Κάποιοι κρυμμένοι
μένουν σκιές.
Αέρας σφυρίζει
τα φύλλα νεκρά.
Σημάδια που μένουν
αυτά της σκιάς.
Το μήνυμα που έγραψες
στους δανεικούς τους τοίχους
όλοι το προσπεράσαμε.
Μεσ’το χαμό της πόλης
καμένα ειπωμένα
και στην μπογιά που στάζει
τα χέρια ξεπλυμένα.
Ένα καράβι μάρτυρες
φυσάνε τα πανιά του,
μα στέρεψε η θάλασσα,
χαρά στη λεβεντιά τους.
Στα μάτια που μας βάλανε
νεόκτιστα τα τείχη,
σοβατισμένη η μπογιά,
το μήνυμα μας λείπει.
Πληγωμένο μου αγόρι,
άγγελε μελαχρινέ,
μονάχος στέκεσαι, πιωμένος
απ’τη μοίρα προδομένος.
Έρωτα της νύχτας
κράτα τα φώτα της αυγής,
γειάνε την πληγή στο παλικάρι
να πετάξει ως το φεγγάρι.
Να γίνει άνεμος της νύχτας,
να βγάλει ασημιά φτερά,
απ’τα δάκρυα της πίκρας
να πετάξει μακριά.
Αχ, και να’μουν το φεγγάρι,
αχ, και να’μουν η νυχτιά,
να ’βρισκα το πληγωμένο παλικάρι
και να το ’παιρνα αγκαλιά.
Τι κι’αν δέν είδες
τον θάνατο του ποιητή…
τον είδε αυτός
και έγραψε για’σένα.
Τριάντα κάτι,χρυσά κεράκια
απ΄το χάρο αναμμένα.
Το γεννημένο δάκρυ
Θα μείνει αιώνια,
μια στη βροχή
και μια στο χώμα.
Βουβή στιγμή
σε ραγισμένα στήθια…
σκοτάδι απόλυτο…
κι’ο ποιητής σιώπησε.
Die Nacht ist vergangen.
Du bist immer noch da wie ein Echo,
eine tanzende Figur im Schatten des Mondes.
Ein beflügelter Atemzug
der vor dem magischen Spiegel lebendig wird.
Gleitend über die Meere des Universums,
gleich einem jungfräulichen Paradies,
welches auf seinen Maler wartet.
Die Nacht ist vergangen.
Nur funkelnd fliegender Staub zeugt davon
dich gesehen zu haben.
Du bist die Unendlichkeit die ich erlebe.
Weinend, nicht infolge des Verlangens,
sondern wegen der Sehnsucht.
Das zu erleben ist es wonach ich trachte.
Die Summe all dessen was war all jenem was kommt,
oben auf den höchsten irdischen Spitzen festzuhalten.
Schweigend in dem Moment,
mit einem letzten Willen.
Halt dich fest am großen Tor des Erdkreis.
Zeig mir einen Augenblick die Ikone,
das im Laufe der Jahre von mir verlorene,
vergessene Bild.
Gib mir nur kurz die Steinschleuder um den Grund zu treffen
wegen dem ich all meine Jahre totgeschlagen habe.
Als die Dichter versuchten die Philosophie zu retten,
war sie Ihnen zu schwer
und sie ertranken in ihr und mit ihr zusammen.
Von Ertränktem und Ertrunkenen
erwarte dir keinen Atemzug
und keinen Sauerstoff.
Heb einfach dein Glas hoch,
schau dir den Mond an
und trink auf dein Wohl.
Eile dich nicht,
wegen all den Dingen,
die der Verstand auf deinem einsamen Weg nicht bergreifen konnte,
denn das Universum hörte dich ohnehin.
Folge einfach deinem Weg.
Τόσα σπασμένα κατάρτια
στον ωκεανό βορά,
έρμαια τόσα καράβια
που μείναν στα ανοιχτά.
Τόσες προσευχές χαμένες
που’ψαχναν για τον θεό,
φλογέρα χαμένη στο δάσος
παίζει για τον λυτρωμό.
Μια ζηλευτή παρθενιά
στον αμέτρητο τον χρόνο,
μετρά τα φύλλα τα ξερά
να ξεχαστεί ο πόνος.
Αστέρια που πέφτουνε τη νύχτα
ψυχές που γυρίζουνε ξανά,
το δάκρυ που στάζει ακόμα,
σημάδι καινούριας χαράς
Γη βαμμένη μ’αίμα,
γη πληρωμένη για’μένα,
για λίπασμα κορμιά ανδρειωμένα.
Κραυγές ηρώων ακούγονται ακόμα…
Αφουγκράσου το τιμημένο χώμα.
Τι χαλασμός κι’αυτός απόψε,
είναι που πιάσαν τον φονιά.
Αυτόν που δεν γονάτισε
ποτέ στ’αφεντικά.
Τι σκοτεινιά κι’αυτή,
λούφαξαν και τα πουλιά.
Ίσα με το ξημέρωμα,
κρεμάνε τον φονιά.
Με χαρά γιορτάζουν οι σκοποί
κι’αυτή την ιστορία,
φοβήθηκαν ομολογούν,
μαστίζει η ανεργία.
Στολίσαν και τους δρόμους,
δώσαν σημαίες στα παιδιά
κι’ή μπάντα με τα εμβατήρια
τιμά τους ήρωες ξανά.