Τ’ΑΤΕΛΕΙΩΤΟ ΤΑΞΙΔΙ

Αυτό ήταν της ζωής

τ’ατέλειωτο ταξίδι.

Κι’όποιος προσκύνησε πολύ

να κλάψει δεν προφταίνει.

Ψάξε να βρεις κι’ εκείνον τον μπεκρή

που διάβαζε τα μάτια

και σου’χε πει πως μια βραδιά

θα κλάψεις για τα νιάτα.

Ψάξε να βρεις και τους εχθρούς

που σ’έκαναν να κλάψεις,

πεσ’τους πως έκαναν καλά

και δεν θα τους ξεχάσεις

Ψάξε να βρεις και την μαμή,

που άκουσε το πρώτο σου το κλάμα

και ζήτα πάλι εάν μπορεί

  να κάνει αυτό το θαύμα.

Continue Reading

ΜΑΚΡΥΣ Ο ΔΡΟΜΟΣ

Συνέλαβα τα μάτια μου

που προσπαθούσαν να μετρήσουν

το ύψος του γολγοθά μου…

Όμως την κορυφή την έκρυβαν

τα σύννεφα και στους πρόποδες

είχε καθίσει να ξαποστάσει η ομίχλη…

Ρώτησα την σκιά μου,

ευτυχώς δεν μου απάντησε…

Άπλωσα να σου πιάσω το χέρι

μα γελάστηκα ,ήταν το κλαδί…

Τρόμαξα και τα πουλιά.

Αλήθεια,πόσο ζηλεύω τα πουλιά…

Ανοίγουν τα φτερά τους και χάνονται.

Ανεβήκαμε στην βάρκα για ελπίδα…

κι’αφήσαμε τον άνεμο

να μας χαϊδεύει.

Κι’άπλωσα να σ’αγκαλιάσω

για να’ ρθει πιο νωρίς η άνοιξη…

Όμως η ομίχλη ήταν εκεί…

Σε έχασα…

Κι’έγινα ταξιδευτής…

έψαξα να βρω την ανατολή…

Μακρύς ο δρόμος!

Continue Reading

ΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ

Τραπέζια πολλά εστρώθηκαν

χάρη στην νύφη μας  – στα κάλλη-.

Από τα πέρατα γαμπροί εμαζεύτηκαν,

μάχες να δώσουνε ποιος θα την πάρει.

Πολλά τα πορφυρά, τα φιλντισένια , τα φλουριά

ταγμένα όλα για στεφάνι

κι η νύφη καθισμένη στη γωνιά,

του Κάσσανδρου η κόρη το καμάρι.

Κι εστήθηκαν αγώνες φοβεροί,

Κέλτες, Ρωμαίοι, Τούρκοι και Βούλγαροι μαζί.

Χρόνια και αιώνες βαστούσε το κακό,

ώσπου μαντάτα ήρθαν των θεών.

Θεσσαλονίκη ποτέ δε θα δοθείς,

κανείς, ποτέ δεν θα σε πάρει,

ούτε τα πλούτη όλης της γης

δε φτάνουν για στεφάνι.

Θεσσαλονίκη φάρε γενεών,

τα γαλανόλευκα να βάλεις

κι απ’ το χρυσό των αστεριών

να φτιάξεις το στεφάνι.

Continue Reading

ΣΚΥMΜΕΝΟΙ ΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Σκυμμένοι μου άνθρωποι…

της γης μας είστε οι πρώτοι,

ποιο δρόμο να διαβώ

να μην σας ξαναδώ.

Τόσοι σκυμμένοι σκλάβοι

του σκότους εργολάβοι…

δεν θέλω να’μαι εδώ

σαν μάρτυρας να ζω.

Θέλω να είμαι μόνος

τον δρόμο να διαβώ,

σκυμμένοι μου άνθρωποι

να μην σας ξαναδώ.

Σαν ξεχασμένος γητευτής

της θάλασσας και της βροχής,

σαν φύλακας της σιωπής

σε σκουριασμένο φάρο.

Continue Reading

ΦΥΛΑΚΙΣΑΝ ΤΟΝ ΑΕΤΟ

Τον αετό φυλάκισαν,

του σπάσαν τα φτερά,

μα όσα κι’αν του ζήλεψαν

θα μείνουν μυστικά…

Φυλάκισαν τον αετό

και τα βουνά βουρκώσαν,

του ζήλεψαν την λεβεντιά

γι’αυτό και τον σκοτώσαν…

Αχ, αετέ μου βασιλιά…

πέτα,πέτα εκεί ψηλά.

Δεν πιάσανε τον αετό

κι’ ούτε τον σκοτώσαν…

εκεί ψηλά και σήμερα πετά,

εκεί ψηλά τα μυστικά κρατά…

Αχ, αετέ μου βασιλιά…

μην κατεβαίνεις χαμηλά.

Continue Reading

ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ

Ποιος τον φαρμάκωσε τον νέο
και κλαίει τόσο νωρίς
για τη ζωή…

ακόμα δεν μεσημέριασε…

Πρέπει να βρούμε
αυτούς που κρατούν τα φαρμακεύματα…

Αυτοί πρέπει να ξέρουν…

Πρέπει να βρούμε
αυτούς που τα πωλούν.

Για το χρήμα μπορεί
κάποιος πολλά να κάνει.

Ίσως να βρούμε
κι’αυτούς που τα φυτεύουν…

γιατί κι’αυτοί γέροι είναι
κι’ίσως τα φύτεψαν σε λάθος μέρη…

Ίσως να βρούμε κι’αυτούς
που τους σπόρους είχαν μαζεμένους.

Που τους είχαν φυλαγμένους;

Τι θα κάνουμε τώρα
με τον φαρμακωμένο νέο;

Ίσως τον θάψουμε πιο νωρίς
να μην πονάει.

Ίσως να του κόψουμε το κεφάλι
δεν θα θυμάται τίποτα…

Ή να τον φαρμακώσουμε πιο πολύ
γιατί σιγά σιγά θα συνηθίσει…

Ή να τον πείσουμε
πως δικό του ήταν το λάθος…

Γιατί αυτός έκατσε
για να τον φαρμακώσουν…

Continue Reading

ΓΑΛΑΖΙΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

Χθες ήταν όνειρο

λουσμένο μεσ’τα σύννεφα.

Γαλάζιο φεγγάρι

που βάψαμε τους στοίχους μας.

Χέρια απλωμένα παιδικά

μας δίνουνε τα δώρα…

εκεί που κελαϊδούν

τα περσινά τα χελιδόνια…

Ποιος δεν ζήλεψε για να πετάξει;

Αέρινα την γη μας να κοιτάξει…

Την μοναξιά του κόσμου να ξεχάσει.

Ένα γλυκό φιλί

σημάδι στον καθρέφτη…

και μια συγνώμη της ψυχής

ν’αγγίξει ότι έχεις.

Των φύλλων το κελαϊδημα…

των θαλασσών το δείλι,

του έρωτα το άνθισμα,

όλα κραυγή στη μνήμη.

Continue Reading

Ο ΗΛΙΟΣ ΜΟΥ

Κάθε πρωί τον καρτερώ

τον ήλιο τον δικό μου,

κάθε πρωί κι ο στεναγμός

ξυπνάει τον καϊμό μου.

Κάθε φεγγάρι υπομονή

να βρω τον άνθρωπο μου,

μα κάθε που’ρχεται η αυγή

ξυπνάει τ’όνειρο μου.

Παιδί του ήλιου είμαι και’γω

της θάλασσας αδέρφη,

εδώ που έκλαψε ο Χριστός

για’μένα πάντα βρέχει.

Με ένα μολύβι και χαρτί

ήλιους θα ζωγραφίσω,

να ζεστάνω την ψυχή

γιά να μπορώ νά ζήσω.

Continue Reading

ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ

Καράβι δεμένο,

μουράγιο δακρυσμένο…

Πανιά ξεσκισμένα,

κατάρτια ριμαγμένα…

Γλάροι μαστόροι,

Δελφίνια βοηθοί…

Κι’αράχνες υφαίνουν

πανιά απ’την αρχή…

Το κύμα γλυκαίνει,

γλιστρά στη σιωπή…

ρωτά για να μάθει

το καράβι αν ζει…

Λιμάνια φυλάνε

ντόκους κενούς…

κι’αυτά περιμένουν

καινούριους καιρούς…

Continue Reading

Η ΑΓΚΑΘΙΑ

Πόσες νύχτες γλιστράνε

μεσ’την σιωπή…

Τέσσερις τοίχοι

για να ξεπλύνουν το μυαλό

και τα κεριά τρεμοπαίζουν.

Μαζί με τις αναμνήσεις

που γλιτώσαν από την λύτρωση.

Αλυσίδα σπασμένη

όσα ενώνουν τους δύο κόσμους,

του μυαλού και της καρδιάς.

Γι’αυτό έπαψα να κοιτάζω τα αστέρια

γιατί μου θυμίζουν αστροναύτες.

Έπαψα να κοιτω τα λουλούδια,

μου θυμίζουν μόνο γλάστρες.

Και της μουσικής οι ήχοι

μου θυμίζουν μόνο μπάντες.

Είδα και ένα άνθος κατάμορφο

πάνω στην αγκαθιά

και σε θυμηθηκα.

Continue Reading